Παρασκευή, Ιουλίου 04, 2003

Μεταχείριση και δικαιώματα των κρατουμένων από τις αστυνομικές αρχές.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Αθήνα, 4 Ιουλίου 2003
ΠΡΟΣ: Όλες τις Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας

ΘΕΜΑ: Μεταχείριση και δικαιώματα των κρατουμένων από τις αστυνομικές αρχές.

1. Η κύρια αποστολή της Ελληνικής Αστυνομίας, όπως διαλαμβάνεται στον οργανικό της νόμο και τους κανονισμούς, συνίσταται στην εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης (άρθρο 8 Ν. 2800/2000). Στο πλαίσιο αυτό περιλαμβάνεται και η αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων όλων των ατόμων που βρίσκονται στη Χώρα μας κατά την αστυνομική δράση και ιδιαίτερα των προσώπων που κρατούνται στις αστυνομικές αρχές.

2. Τονίζεται ότι ο περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας των ατόμων με την κράτησή τους στις αστυνομικές υπηρεσίες, δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά νοείται μόνον ως αναγκαίο μέσο για την εξυπηρέτηση νόμιμων ποινικών και διοικητικών διαδικασιών. Επομένως, κατά το διάστημα της κράτησής του, κάθε άτομο πρέπει να τυγχάνει του απόλυτου σεβασμού της προσωπικότητάς του και να ασκεί ακώλυτα τα δικαιώματα που εγγυώνται την υπεράσπισή του έναντι των θεσμοθετημένων εξουσιαστικών μηχανισμών του κράτους.

3. Στο πλαίσιο αυτό, κρίνονται αναγκαίες οι ακόλουθες επισημάνσεις προς το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας, με στόχο την πρακτική διευκόλυνση και συμβολή στην ενίσχυση των εχεγγύων της ανθρωπιστικής, αμερόληπτης και σύννομης μεταχείρισης των κρατουμένων στις αστυνομικές αρχές:

α. Απαγορεύεται ρητά η άσκηση κάθε μορφής βίας και οποιαδήποτε προσβλητική ή ταπεινωτική μεταχείριση σε βάρος του κρατουμένου. Η διεκπεραίωση των ποινικών και διοικητικών διαδικασιών επιβάλλεται να ολοκληρώνεται στον απολύτως αναγκαίο χρόνο, ώστε ο περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας του κρατουμένου να πληροί και τις ουσιαστικές πέραν των τυπικών χρονικών προϋποθέσεων της σύννομης κράτησης (άρθρα 2 παρ. 1, 6 και 7 παρ. 2 Συντάγματος, άρθρα 7 και 9 Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών & Πολιτικών Δικαιωμάτων[Δ.Σ.Α.Π.Δ], που κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997 και άρθρο 3 Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων Ανθρώπου [Ε.Σ.Δ.Α], που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 ).

β. Ο κρατούμενος, με την προσαγωγή του στην αστυνομική υπηρεσία, επιβάλλεται να ενημερώνεται πλήρως για το λόγο της κράτησής του, καθώς και για όλα τα δικαιώματα που δύναται να ασκήσει κατά τη διάρκειά της (άρθρο 9 Δ.Σ.Α.Π.Δ., άρθρο 5 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α.). Για το σκοπό αυτό πρέπει να επιδίδεται στον κρατούμενο το εγκεκριμένο και από την εισαγγελική αρχή πληροφοριακό δελτίο για τα δικαιώματά του, στη γλώσσα που γνωρίζει και να του εξηγούνται αυτά με σαφήνεια. Στις περιπτώσεις αλλοδαπών κρατουμένων που αγνοούν την ελληνική γλώσσα πρέπει να καταβάλλεται προσπάθεια προκειμένου να εξηγηθούν τα δικαιώματα με τον προσφορότερο τρόπο ( μέσω διερμηνέα, προξενικής αρχής κ.λ.π.). Επίσης, οι αστυνομικές αρχές υποχρεούνται να έχουν αναρτημένους στους χώρους κράτησης πίνακες με τα δικαιώματα των κρατουμένων. Ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να καταβάλλεται για την πλήρη ενημέρωση των κρατουμένων αλλοδαπών που ζητούν άσυλο (άρθρο 1 παρ. 6 Π.Δ. 61/1999).

γ. Οι κρατούμενοι που κατηγορούνται για οποιοδήποτε αδίκημα τεκμαίρονται αθώοι (άρθρο 6 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α.) και τα δικονομικά τους δικαιώματα διασφαλίζονται απόλυτα από τις υφιστάμενες διατάξεις (άρθρο 14 Δ.Σ.Α.Π.Δ., άρθρο 6 παρ.3 Ε.Σ.Δ.Α., άρθρα 96 κ.ε. του Κ.Π.Δ.). Προκειμένου περί αλλοδαπών κρατουμένων που δεν γνωρίζουν επαρκώς την ελληνική γλώσσα, ιδιαίτερη σημασία για την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος της ενημέρωσης, την εξασφάλιση της γνώσης της κατηγορίας που τους αποδίδεται και την κατανόηση της διαδικασίας, έχει το δικαίωμα παράστασης διερμηνέα (άρθρο 6 παρ. 3 Ε.Σ.Δ.Α., άρθρο 233 Κ.Π.Δ.). Επίσης, η συνδρομή των προξενικών αρχών της χώρας τους συντελεί στην πληρέστερη άσκηση των δικαιωμάτων τους, καθόσον αμβλύνονται οι λόγω άγνοιας ή δυσπιστίας επιφυλάξεις τους για τις δικονομικές διαδικασίες.

δ. Η επικοινωνία των προσώπων που κρατούνται στις αστυνομικές υπηρεσίες με συγγενείς ή άλλα πρόσωπα της επιλογής τους περιλαμβάνει τόσο την τηλεφωνική όσο και την προσωπική επικοινωνία. Η αστυνομία οφείλει να διευκολύνει την τηλεφωνική επικοινωνία του κρατουμένου, προκειμένου να ενημερώσει, εφόσον το επιθυμεί, τους οικείους του για τον τόπο και την αιτία κράτησής του. Επίσης, υποχρεούται να επιτρέπει την επίσκεψη του κρατουμένου, με βάση πρόγραμμα που καθορίζει το ωράριο, το χώρο και τα πρόσωπα που επιτρέπεται να τον επισκεφθούν (άρθρο 67 παρ. 4 περ. ιβ΄ Π.Δ. 141/1991). Τονίζεται ότι το δικαίωμα επικοινωνίας περιλαμβάνει, προκειμένου περί αλλοδαπού κρατουμένου, την υποχρέωση ενημέρωσης της προξενικών αρχών της χώρας του, τη διευκόλυνση της τηλεφωνικής επικοινωνίας του ιδίου με αυτή και την υποχρέωση της αστυνομικής αρχής να επιτρέπει τις επισκέψεις των προξενικών λειτουργών στον κρατούμενο, εφόσον βέβαια ο κρατούμενος δεν αντιτίθεται σε αυτό (άρθρο 36 Διεθνούς Σύμβασης για τις προξενικές σχέσεις, που κυρώθηκε με το Ν. 90/1975). Η αστυνομία, επίσης, υποχρεούται, σύμφωνα με τις υφιστάμενες διατάξεις, να επιτρέπει την ελεύθερη επικοινωνία των κρατουμένων με διεθνείς επιτροπές, όπως η Επιτροπή Πρόληψης Βασανιστηρίων (άρθρα 2 και 8 Σύμβασης για την πρόληψη των βασανιστηρίων, που κυρώθηκε με το Ν.1949/1991),οι εκπρόσωποι της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε για τους Πρόσφυγες και τα εξουσιοδοτημένα από αυτή πρόσωπα (ΕΕC 274/19-9-1996 ψήφισμα Συμβουλίου Ευρωπαϊκής Ένωσης). Σε ότι αφορά τις επισκέψεις εκπροσώπων συλλογικών φορέων που δραστηριοποιούνται σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συνθηκών κράτησης και ηθικής και νομικής συμπαράστασης στους κρατούμενους (όπως η εκκλησία, μη κυβερνητικές οργανώσεις, δικηγορικοί και ιατρικοί σύλλογοι), οι αστυνομικές αρχές οφείλουν να τις ανακοινώνουν στους κρατούμενους και μόνο με τη συγκατάθεσή τους να επιτρέπουν αυτές, ενόψει και της τήρησης των διατάξεων για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (Ν. 2472/1997).

ε. Το δικαίωμα επικοινωνίας των προσώπων που κρατούνται στις αστυνομικές υπηρεσίες ως κατηγορούμενοι για διάπραξη αδικήματος, με δικηγόρο κατοχυρώνεται απόλυτα από τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρα 96 κ.ε. Κ.Π.Δ.). Η αστυνομία υποχρεούται να λαμβάνει όλα τα κατά περίπτωση μέτρα που διευκολύνουν την άσκηση του ως άνω δικαιώματος. Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να διασφαλίζει τόσο την τηλεφωνική όσο και την προσωπική επικοινωνία του κρατούμενου με τον δικηγόρο του. Ειδικότερα, ο κρατούμενος δικαιούται να ενημερώσει τηλεφωνικά το δικηγόρο του για την τόπο και την αιτία της κράτησής του και εφόσον δεν έχει, διευκολύνεται να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με το δικηγορικό σύλλογο της περιοχής, προκειμένου να προσλάβει δικηγόρο της επιλογής του. Επίσης, η ελεύθερη πρόσβαση του δικηγόρου και η νομική συνδρομή του στον κρατούμενο διασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση, είτε κρατείται στα πλαίσιο ποινικών είτε διοικητικών διαδικασιών, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. Η πρόσβαση του δικηγόρου στον κρατούμενο, η οποία σημειωτέον δεν υπόκειται στους χρονικούς περιορισμούς που επιβάλλονται στις επισκέψεις άλλων προσώπων, είναι ακώλυτη και δεν προϋποθέτει την προηγούμενη επίδειξη πληρεξουσίου ή εξουσιοδότησης του εντολέα του στην αστυνομική αρχή. Από τη διάταξη του άρθρου 45 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954) προβλέπεται ότι η είσοδος στις δημόσιες υπηρεσίες είναι ελεύθερη και επιτρέπεται στους δικηγόρους με την απλή επίδειξη της ταυτότητάς τους. Η πληρεξουσιότητα του δικηγόρου τεκμαίρεται, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ο τύπος της απαιτείται από ρητή διάταξη νόμου (άρθρο 217 Αστικού Κώδικα). Εξάλλου, η πληρεξουσιότητα δεν συνάδει με το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α. αλλά και πρακτικά δεν μπορεί να έχει εφαρμογή αφού ο ενδιαφερόμενος κρατείται. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο δικηγόρος επικοινωνεί με τον κρατούμενο ύστερα από εντολή των οικείων του, οπότε αρκεί η προφορική δήλωση του κρατουμένου τη στιγμή της επικοινωνίας, προκειμένου να τον εκπροσωπήσει και να του παρέχει τη νομική του συνδρομή. Πάντως, στις περιπτώσεις κυρίως αλλοδαπών κρατουμένων στο πλαίσιο διοικητικών διαδικασιών, όπου επιχειρείται η παροχή νομικής συνδρομής ύστερα από εντολή προσώπων πέραν του συγγενικού τους κύκλου ή των διπλωματικών αρχών της χώρας τους, καθώς και από εκπροσώπους συλλογικών φορέων (μη κυβερνητικών οργανώσεων, δικηγορικών συλλόγων κ.λ.π.), η αστυνομία οφείλει να επιτρέπει την πρόσβαση του δικηγόρου μόνο στον συγκεκριμένο κρατούμενο για τον οποίο έχει την εντολή, αφού βεβαιωθούν προς τούτο, γεγονός που τεκμαίρεται και από την από μέρους του δικηγόρου γνώση των στοιχείων ταυτότητας (ονοματεπώνυμο) του κρατουμένου που προσέρχεται να συνδράμει.

στ. Σε κάθε περίπτωση, όπως έχει επισημανθεί και από τον Συνήγορο του Πολίτη "Η de facto δυσπιστία έναντι του προσερχόμενου δικηγόρου, όχι μόνον αντιβαίνει στην, καταρχήν, τεκμαιρόμενη ύπαρξη εξουσιοδότησης για την επιχείρηση πράξεων ενώπιον Αρχών και Δικαστηρίων, αλλά καταλήγει να προσβάλλει την ίδια την επαγγελματική αξιοπρέπεια των δικηγόρων, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την απορρέουσα, από την ίδια τη φύση του δικηγορικού λειτουργήματος επιδίωξη διασφάλισης των νομίμων συμφερόντων των εντολέων τους". Η συμβολή των δικηγόρων, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπως η υποβολή αιτημάτων ασύλου, δύναται να χαρακτηριστεί επιβοηθητική των αστυνομικών αρχών όσον αφορά τη διεκπεραίωση των διαδικασιών που αφορούν τους κρατούμενους και σύμφωνη με τις αρχές του δικαίου. "Η απλώς πιθανολογούμενη καταχρηστική άσκηση δικαιωμάτων εκ μέρους των κρατουμένων-όπως επισημαίνεται από τον Συνήγορο του Πολίτη- είναι πολύ επισφαλής δικαιολογητικός λόγος για ένα κράτος δικαίου, ειδικά όταν οι σχετικές διατάξεις του Σωφρονιστικού Κώδικα κατοχυρώνουν την ελεύθερη επικοινωνία και πρόσβαση σε συνήγορο (αρθ. 51 παρ. 1, 53 παρ. 2 Ν. 2776/1999)".

ζ. Η προστασία της υγείας του κρατουμένου αποτελεί βασική υποχρέωση της αστυνομικής αρχής. Η ιατρική περίθαλψη παρέχεται από τον γιατρό που εκτελεί την υγειονομική υπηρεσία της αστυνομίας, και σε περίπτωση κωλύματος ή έλλειψης, από άλλο γιατρό, ενώ ο κρατούμενος δικαιούται κατά την εξέτασή του από τον υπηρεσιακό γιατρό να ζητήσει όπως εξετασθεί και από γιατρό της επιλογής του. Στις περιπτώσεις ασθένειας, σοβαρού ατυχήματος ή εισαγωγής του κρατουμένου σε οποιοδήποτε θεραπευτικό ίδρυμα, η αστυνομική αρχή υποχρεούται να ειδοποιήσει αμέσως τους συγγενείς του και αν δεν υπάρχουν συγγενείς όποιο πρόσωπο υποδείξει ο κρατούμενος. Τέλος, ιδιαίτερη ιατρική φροντίδα παρέχεται στους τοξικομανείς κρατούμενους για τους οποίους δημιουργείται κίνδυνος ζωής από το στερητικό σύνδρομο (άρθρα 60 παρ. 3 περ. η΄, ια΄ και 67 παρ. 4 περ. κβ΄ Π.Δ. 141/1991).

4. Υπενθυμίζεται ότι με στόχο τη μόνιμη και αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των κρατουμένων έχουν θεσπιστεί ποινικές διατάξεις που προβλέπουν αυστηρότατες ποινές για τον κολασμό των σχετικών παραβάσεων, όπως οι διατάξεις των άρθρων 137Α, 137Β, 137Γ και 137Δ του Ποινικού Κώδικα (που προστέθηκαν με το Ν. 1500/1984) με τις οποίες χαρακτηρίζονται και τιμωρούνται ως κακουργήματα πράξεις βίας ή προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των κρατουμένων, καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 239, 325 και 326 του Ποινικού Κώδικα με τις οποίες τιμωρούνται οι περιπτώσεις κατάχρησης εξουσίας και παράνομης κατακράτησης. Επίσης, ανεξάρτητα από τον ποινικό έλεγχο, το πειθαρχικό δίκαιο της Ελληνικής Αστυνομίας επισύρει την ποινή της απόταξης στο αστυνομικό προσωπικό για ενέργειες ή συμπεριφορές που συνιστούν βαριά προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρο 9 Π.Δ. 22/1996). Η διαταγή του προϊσταμένου ή δημόσιας αρχής ή η κατάσταση ανάγκης δεν μπορεί να προβληθεί ως δικαιολογία για βασανιστήρια, ούτε είναι αποδεκτές άλλες πράξεις σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας που υποκινούνται ή διαπράττονται με τη συναίνεση ή ανοχή δημοσίου οργάνου (άρθρα 2 παρ. 3 και 16 παρ. 1 Σύμβασης κατά των βασανιστηρίων, που κυρώθηκε με το Ν. 1782/1988, άρθρο137Δ Ποινικού Κώδικα).

5. Η άσκηση των δικαιωμάτων των κρατουμένων δεν θίγεται από τις προβλεπόμενες νόμιμες υπηρεσιακές ενέργειες που αποβλέπουν στην προστασία του υπηρεσιακού και του ευρύτερου δημόσιου και κοινωνικού συμφέροντος. Η εφαρμογή των διατάξεων του Σωφρονιστικού Κώδικα (Ν. 2776/1999) και του Π.Δ. 141/1991 "Αρμοδιότητες οργάνων και υπηρεσιακές ενέργειες προσωπικού του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης" παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις στον τομέα αυτό. Ειδικότερα, οι κρατούμενοι, κατά την προσαγωγή τους στις αστυνομικές υπηρεσίες, υποβάλλονται σε έρευνα σωματική και των προσωπικών τους ειδών, η οποία διεξάγεται σε ιδιαίτερο χώρο και κατά τρόπο που δεν θίγει την αξιοπρέπειά τους, και τους αφαιρούνται χρήματα, τιμαλφή και οποιαδήποτε άλλα αντικείμενα που η κατοχή τους μέσα στα κρατητήρια απαγορεύεται, όπως αιχμηρά όργανα, κινητά τηλέφωνα και γενικά αντικείμενα με τα οποία μπορεί να προκληθούν αδικήματα, αυτοτραυματισμός ή κίνδυνος ζωής των κρατουμένων. Επίσης, λαμβάνονται όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για την πρόληψη απόδρασης των κρατουμένων, κυρίως κατά την έξοδό τους από τα κρατητήρια και την παραμονή τους στους χώρους εξέτασης, τηλεφωνικής εξυπηρέτησης και επισκέψεων. Προς τούτο οι χώροι κράτησης και διαμονής των κρατουμένων πρέπει να επιτηρούνται με σχολαστικότητα (άρθρα 23 και 53 παρ. 1 Ν. 2776/1999 και άρθρα 60 παρ. 2 και 3, 66 και 67 Π.Δ. 141/1991). Ιδιαίτερα μέτρα για την πρόληψη των αποδράσεων και άλλων αδικημάτων επιβάλλεται να λαμβάνονται κατά τις μεταγωγές των κρατουμένων, οι οποίες πρέπει να γίνονται κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την ομαλή μετακίνησή τους και συγχρόνως να μη θίγει την αξιοπρέπειά τους (άρθρο 144 κ.ε. Π.Δ. 141/1991). Τέλος, ανάλογα με τις υφιστάμενες συνθήκες και εφόσον ο αριθμός των κρατητηρίων το επιτρέπει, λαμβάνουν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για την αποφυγή του συγχρωτισμού των κρατουμένων, ενώ οι γυναίκες και οι ανήλικοι κρατούνται σε ιδιαίτερα κρατητήρια (άρθρο 67 παρ. 4 περ. κε΄ Π.Δ.141/1991). Σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται η ισότητα στη μεταχείριση μεταξύ των κρατουμένων και κάθε δυσμενής διακριτική μεταχείρισή τους απαγορεύεται (άρθρο 3 Ν. 2776/1999).

6. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο διασφαλίζει επαρκώς τα δικαιώματα των κρατουμένων και μάλιστα με διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος (διεθνείς συμβάσεις). Οι αστυνομικοί έχουν υποχρέωση απαρέγκλιτης τήρησης των ως άνω διατάξεων και η μεταχείριση των κρατουμένων, στο σύντομο χρονικό διάστημα που βρίσκονται στις αστυνομικές υπηρεσίες, αποτελεί μια πρόκληση επιβεβαιωτική της σύννομης συμπεριφοράς, του σεβασμού της προσωπικότητας, της προστασίας της αξιοπρέπειας και της διασφάλισης των δικαιωμάτων των κρατουμένων. Οφείλουν μάλιστα, να επιδεικνύουν αυξημένη ευαισθησία στην περίπτωση κράτησης προσώπων που χαρακτηρίζονται ιδιαίτερα ευάλωτα και των οποίων τα δικαιώματα χρήζουν της πλέον ενδεδειγμένης προστασίας. Ως ιδιαίτερα ευάλωτα άτομα μπορούν να θεωρηθούν, καταρχήν, οι ανήλικοι, οι ασθενείς, οι αλκοολικοί, οι τοξικομανείς, οι αναλφάβητοι, οι πολιτικοί πρόσφυγες, οι αιτούντες άσυλο και γενικά οι αλλοδαποί. Με τον απόλυτο σεβασμό των δικαιωμάτων κάθε προσώπου που κρατείται στις αστυνομικές αρχές και την ανθρωπιστική, αμερόληπτη και σύννομη μεταχείρισή του, ο αστυνομικός αναδεικνύει την πληρότητα της επαγγελματικής του κατάρτισης, το ήθος και την προσωπικότητά του, δημιουργεί σχέσεις αξιοπιστίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης με τον πολίτη και επαναβεβαιώνει την εκτίμηση της Πολιτείας, η οποία αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην καθολική εφαρμογή των μέτρων που αποσκοπούν στην άσκηση των δικαιωμάτων των κρατουμένων στην πράξη και στη διαρκή επίβλεψη της εφαρμογής τους από τις αρμόδιες Υπηρεσίες και το προσωπικό τους. Η πρακτική αυτή συνάδει με το ανθρωπιστικό πνεύμα που πρέπει να διέπει τη λειτουργία της Πολιτείας μας στον ενιαίο χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ανταποκρίνεται στις συστάσεις του Επιτρόπου του Συμβουλίου της Ευρώπης για το ανθρώπινα δικαιώματα, στα ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την καθιέρωση του πράσινου βιβλίου για τις δικονομικές εγγυήσεις υπέρ υπόπτων και κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

7. Κατόπιν των ανωτέρω, παρακαλούμε όπως, με μέριμνα των διευθυντών, διοικητών και προϊσταμένων των Υπηρεσιών, επιδιωχθεί η κατάλληλη και επαρκής ενημέρωση του προσωπικού και η απαρέγκλιτη εφαρμογή της παρούσας.


Ο ΑΡΧΗΓΟΣ

ΦΩΤΙΟΣ ΝΑΣΙΑΚΟΣ
ΑΝΤΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ

eXTReMe Tracker